-
1 πελτοφορος
I2вооруженный легким щитомπελτοφόροι ἱππεῖς Polyb. — легкая конница
IIὅ Xen. = πελταστής См. πελταστης
См. также в других словарях:
πελτοφόρος — ον και πελτοφόρας και πελταφόρας, Α 1. αυτός που φέρει μικρή ασπίδα, πέλτη 2. (στον πληθ. το αρσ. ως ουσ.) oἱ πελτοφόροι πελταστές («πελτοφόροι ιππείς» ελαφρώς οπλισμένοι ιππείς. [ΕΤΥΜΟΛ. < πέλτη / πέλτᾱ + φόρος*] … Dictionary of Greek